- ακινδυνότης
- ἀκινδυνότης, η (Α) [ἀκίνδυνος]έλλειψη κινδύνου, ασφάλεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκινδυνότητα — ἀκινδυνότης freedom from danger fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακίνδυνος — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους συναθλητές του αγίου Βίκτορα με τον οποίο συνεορτάζει στις 20 Απριλίου. 2. Συναθλητής του αγίου Αγαθονίκου και των «συν αύτω». Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 3. Καταγόταν από την… … Dictionary of Greek